|
иерусалимский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово иерусалимский? — αγιοταφίτικος как с (ново)греческого переводится слово αγιοταφίτικος? — иерусалимский — βληχηθμός — μηδισμός — ημισέληνος — στηλίτης — πετηνός — αγαπητά — πατρογονικός — τορπιλλοβόλο — μουσκετάρω — καπελλάκι — αντιρρόπησις — χολολιθικός — γεννητορικός — κτένι — ρύμη — καθαυτό — υπόρριζο — αυτοχειρία — εξαθλίωση — αλληλοεξυπηρετούμαι — σουβλίτσα |
|||