|
το физ. пьезометр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пьезометр? — πιεσίμετρο как с (ново)греческого переводится слово πιεσίμετρο? — пьезометр — πυρασφάλεια — χιλιόβαρις — φιλεύσπλαχνα — παρεπιδημία — πρήζομαι — μισοτιμίς — λαμπίζω — αλλοπαθητικά — στρειδολόγος — αναγκεμένος — αεροκοπανιστής — μοιρόγραφτο — ηλιοπληξία — λιμενοδείκτης — ευκολόπορτος — ανάζερβος — αναγυρίζω — πλοκή — ποντίζω — αρατίζομαι — ανάγλυφο |
|||