πιεσίμετρο

формы словаβ
πιεσίμετρο
το физ. пьезометр



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово пьезометр? — πιεσίμετρο
как с (ново)греческого переводится слово πιεσίμετρο? — пьезометр


πυρασφάλειαχιλιόβαριςφιλεύσπλαχναπαρεπιδημίαπρήζομαιμισοτιμίςλαμπίζωαλλοπαθητικάστρειδολόγοςαναγκεμένοςαεροκοπανιστήςμοιρόγραφτοηλιοπληξίαλιμενοδείκτηςευκολόπορτοςανάζερβοςαναγυρίζωπλοκήποντίζωαρατίζομαιανάγλυφο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit