|
конический; конусообразный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово конический? — κωνοειδής как на (ново)греческом будет слово конусообразный? — κωνοειδής как с (ново)греческого переводится слово κωνοειδής? — конический, конусообразный — ανέλκωσις — ξεμωραίνω — σουγιάς — παράκυκλος — παρανόηση — πρόταξη — ενενηκοντούτης — βύζαρος — υδροφιλικός — ευθυπορία — ετεροδημότισσα — αγοραφοβικός — κακοντυμένος — συγκάλεση — σαφήνιση — οδοντόκρεμα — ροταριανός — επικροτώ — πρόσω — επικοπίδα — κόμισσα |
|||