Новогреческий словарь
εναπομένω
εναπομένω
(αόρ. εναπέμεινα)
оставаться
;
ουδεμία ελπίς μάς ~έμεινε πλέον — [phrase]у нас не осталось никакой надежды[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
оставаться
? —
εναπομένω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εναπομένω
? — оставаться
#
(ново)греческий словарь
—
γραφιστική
—
ιδιοτελής
—
ευαγγελικός
—
μεσοδρομής
—
απολουσίδι
—
λεμπλεμπιτζής
—
φκειάνομαι
—
βακτηριολογικός
—
γδύνω
—
μεσαιωνισμός
—
μεγαλειοτάτη
—
διαπραγμάτευση
—
φωτομετρώ
—
τεϊοποσία
—
ενοφθαλμίζομαι
—
γούνναρης
—
πορδή
—
κωμικό
—
αθώωση
—
πυορροϊκός
—
μύγδαλο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве