|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ησυχαστικός? — — φώνημα — όρος — βαπίτη — διεθνικός — ενενηκοντούτις — σιγά — ξενιτεμένος — γλοιός — σπασμένος — μαύσωλείο — προπλάττω — μπουρνελιά — ιθυφαλλικός — κλεψύδρα — βερνικωμένος — αγγλόφιλος — χρειαζούμενος — φούρνόξυλο — δωδεκάμισυ — κατιφένιος — παραχάραξη |
|||