|
ο желток #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово желток? — κροκός как с (ново)греческого переводится слово κροκός? — желток — τρίμετρος — ανακάλυψη — μοναξιά — βροντόλαλος — αδροσοβόλητος — ξεσπιτώνομαι — φουντωτός — γκελλώ — τή — ξεσπιτίζομαι — αποκοιμιστικώς — τσεμπέλι — καπακώνω — δεκάκις — γονδολιέρης — ψευδά — δίκοχος — εναέριος — αυτοσχεδιάζω — τριτώνω — είνε |
|||