|
η фанфарон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фанфарон? — φανφαρόνος как с (ново)греческого переводится слово φανφαρόνος? — фанфарон — άπλωμα — μασκαρευω — γαλλόπουλο — οικοδόμηση — ευρυμαθής — τιτλούχος — φανατισμός — φτώχεια — στάμνα — γγιαγμένος — αδενοπαθής — αποκοπή — πηγή — είχα — ασκομαχώ — αισχρολογία — βαμβούσα — απτόητος — θύμος — αμνηστικός — ιππαστί |
|||