|
брюшной; ~ τύφος — брюшной тиф #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово брюшной? — κοιλιακός как с (ново)греческого переводится слово κοιλιακός? — брюшной — αστοιχείωτος — ανυπόβλητος — αγυόπαις — ανασκέλίασμα — καλονυχτώνει — Πορτογαλλίδα — ενδοπαράσιτο — χρεοκοπώ — εμπεριλαμβάνω — ερημία — καφετύς — διδάκτωρ — γραικικός — αναταράζω — εξετέθη — παρασπόνδησις — συνάθροιση — τσόλι — αβροέπεια — ορθούμαι — ταλαντώ |
|||