|
свернуть шею (кому-л.); #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свернуть шею? — στραβολαιμιάζω как с (ново)греческого переводится слово στραβολαιμιάζω? — свернуть шею — σκύλιασμα — εξαμματίζω — αποτρυγίδι — ευκολομάθητος — κοινωνικοποίηση — συνεορτάζω — ξανανάβω — περιβολήσιος — ρέντα — πυοδερμία — βουλιάζω — μουγγρί — χαμηλόμισθος — αποατομικοποιημένος — στρογγύλευμα — αλατιστός — έκκεντρο — ατελεύτητος — φροντιστηριακά — αντιδογματισμός — ωλένη |
|||