|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παραβάλλομαι? — — εγκαθήλωση — σκωληκοειδικός — κηδεμονικός — φλορίνι — τακτ — στρωματάδικο — χαλεύω — κρεμεζύς — αιματόρροια — αυτοβιογραφικός — αμμόχορτα — κλουβί — ισόβαθμος — συναγωνίστρια — άπταιστος — ομαδάρα — αλβανόφιλος — ιριδισμός — σκαπετώ — απανωστοιβάζω — γαρδέλία |
|||