|
το мох #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мох? — μούσκουλο как с (ново)греческого переводится слово μούσκουλο? — мох — δωρεάν — ανεικονικότητα — επιψήφιση — ατσαλιά — οξειδωτικός — συνδικαλιστικός — ανέρπω — καμιόνι — διαλάληση — παιδοχειρουργός — εκκεντροφόρος — χαλικοπαγές — διανάττω — εκγυμνώνω — όχθη — δοξασμός — καρβουναποθήκη — άνηθος — ανδρομανής — φενακιστής — γαιόσακκος |
|||