ταυτολογικός

формы словаβ
ταυτολογικός
тавтологический



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово тавтологический? — ταυτολογικός
как с (ново)греческого переводится слово ταυτολογικός? — тавтологический


ευρόνοτοςαδελφοσύνηιδιοσυγκρασίαψέςομιλητικότηταφερετροποιείομακριόςκατάθλιψησυναφήςπαροχετευτικόςασυνάφειαδιαγλύφωκαλολογικόςεξυμνώγροίκησηπειραματίζομαιεπερχόμενοςπλισσέςπρωθυπουργώραδικόζουμοπλαγινός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit