|
тавтологический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тавтологический? — ταυτολογικός как с (ново)греческого переводится слово ταυτολογικός? — тавтологический — ευρόνοτος — αδελφοσύνη — ιδιοσυγκρασία — ψές — ομιλητικότητα — φερετροποιείο — μακριός — κατάθλιψη — συναφής — παροχετευτικός — ασυνάφεια — διαγλύφω — καλολογικός — εξυμνώ — γροίκηση — πειραματίζομαι — επερχόμενος — πλισσές — πρωθυπουργώ — ραδικόζουμο — πλαγινός |
|||