Новогреческий словарь
τρικούβερτος
τρικούβερτ|ος
уст.
трёхпалубный
===
~ο γλέντι — пир горой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
трёхпалубный
? —
τρικούβερτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
τρικούβερτος
? — трёхпалубный
#
(ново)греческий словарь
—
γαϊδουροσύνη
—
ξερριζώνομαι
—
μουνίτσα
—
φαντάζομαι
—
ασπρισμα
—
αξεφύτρωτος
—
γραφίδα
—
άκλιτος
—
βλογιοκομμένος
—
εισέφρησα
—
ιατροδικαστικός
—
παυσίπονο
—
ρωσικός
—
φόκο
—
σωμάτιο
—
αγγλικά
—
φρυγανώδης
—
εξωμάχος
—
μομιοποίηση
—
αντικατροπτισμένος
—
διαπλάττω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве