|
η старая курица (тж. о женщине); αξίζει μιά ~ γιά δέκα πουλακίδες — погов. [phrase]старая курица десяти молодых стоит[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово старая курица? — γερόκοτα как с (ново)греческого переводится слово γερόκοτα? — старая курица — ταυτογνωμώ — ασουρτος — κλειθροποιός — είδα — διπλωμάτης — εξαέριση — φορητός — διαφωτιστής — δειγματίζω — δωμάτιο — πρεζόνι — ολοκαινούργιος — ανευχάριστος — πιλατεύω — ανασυζήτηση — συσχετίζω — κολάνι — επωδός — μεταφορικός — αγκύλωση — αυχένιος |
|||