|
обладающий радиоактивными свойствами #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обладающий радиоактивными свойствами? — ραδιοφόρος как с (ново)греческого переводится слово ραδιοφόρος? — обладающий радиоактивными свойствами — ανθοβολή — οφειλή — υποκατανάλωση — εμβληματολογία — επτάμηνο — εναντιόφρων — αβάκα — εισοδηματίας — οινοπνευματομέτρησις — θησαυριστής — εξαδυνατώ — άπλωση — έμμεσος — αντιχορηγώ — εθνοπρεπής — κουμπαράς — γαλακτίνη — αφώτιστος — λογχωτός — δύσθυμος — βαθύρριζος |
|||