|
το косточка маслины #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово косточка маслины? — ελκιοκούκκουτσο как с (ново)греческого переводится слово ελκιοκούκκουτσο? — косточка маслины — διασκέλισμός — ρούμπα — αντιπαιδαγωγικός — αμακατζού — ισόβιος — θορυβούμαι — συναύξηση — περιαυτολογώ — ζωογόνηση — μονοθεϊστικός — λιγώτερος — απείκαστος — ραχίτιδα — διμορφίσμος — αποπαγώνω — φωτισμός — ελληνολάτρις — μοσκομυρίζω — συνεργία — δογματιστής — νεροδεσιά |
|||