|
всемирно-исторический; ~ή σημασία — всемирно-историческое значение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово всемирно-исторический? — κοσμοϊστορικός как с (ново)греческого переводится слово κοσμοϊστορικός? — всемирно-исторический — αναγοριά — ανεπιβούλευτος — ημικυκλικά — δίδω — μπεϊοπούλα — συστέλλομαι — εθνολάτρης — αναγορεύσιμος — γεωργός — μαγκούρο — κατσαρομάλλης — γυαλισμένος — τροφεύς — μπατάρω — αγριόσκυλο — επισμηναγός — αγωνιστής — ηλιογραφικός — τουφεκιοφόρος — λεμονιά — καθρέφτης |
|||