|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανδρικός? — — προγονολατρία — οινογεύστης — μισακάρης — καταδρομή — μουδιασμένα — απομαχικός — τραυματιοφορεύς — δαπανηρός — βραχύλαιμος — μεσημεριανός — αυτοπεριφρονούμαι — ιερόδουλος — ημιδιατροφή — μάρσιππος — κερατιάτικος — μήνις — τυχών — θρούμπα — λαντζιέρισσα — δρόμων — γοργάδα |
|||