|
η почвоведение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово почвоведение? — εδαφογνωσία как с (ново)греческого переводится слово εδαφογνωσία? — почвоведение — πομπιάζω — οβιδοφόρος — κεί — προαγοράζω — κατασώτευσις — αγιομάτιστος — θυροτηλέφωνο — γιδιά — στενώ — λυριτζής — αρνίλα — ευχρηστία — αναχαιντρώνω — ελκωση — πατούνα — αεραιμοκτονία — διάνα — κίρρωσις — αλμπάνης — επιφαινόμενο — ανοστίμευτος |
|||