Новогреческий словарь
αχρωστικός
αχρωστικός
1)
обесцвечивающий
;
2)
ахроматический
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обесцвечивающий
? —
αχρωστικός
как на
(ново)греческом
будет слово
ахроматический
? —
αχρωστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αχρωστικός
? — обесцвечивающий, ахроматический
#
(ново)греческий словарь
—
διαβολόψειρα
—
βιβλιογράφος
—
καφετερί
—
ανικανοποίητα
—
σφαγάρι
—
καθεδρικός
—
συχωρνώ
—
σβηστήρας
—
ρεκλαμαδόρος
—
φέρμελη
—
μεταγιγνώσκω
—
ημερομίσθιο
—
ανασκουμπώνομαι
—
αποκαθάρισμα
—
σμαραδόχρους
—
αντίκλειθρον
—
αχυρόπλεκτος
—
βαλάντιο
—
πίδακας
—
μονιμάς
—
αναρριπίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве