|
1) обесцвечивающий; 2) ахроматический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обесцвечивающий? — αχρωστικός как на (ново)греческом будет слово ахроматический? — αχρωστικός как с (ново)греческого переводится слово αχρωστικός? — обесцвечивающий, ахроматический — εξιστόρηση — μικροπράγμα — αντίδοξος — σχεδιογράφημα — ιεράρχηση — δημαρχιακός — ισκιώνω — ολοτελώς — φτύκα — σιγουρεύομαι — διαιτητεύω — πυροβολώ — διεξάγω — πτωχός — νεροπούλα — κλωτσοπατάω — παίδεμα — ανεξεύρετος — αντίστυλο — στρατιώτης — αρρυμούλκητος |
|||