|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ψηλόπλωρος? — — τουφεκιά — συνταραχτικός — ακάταρτος — πεντάδιπλα — μούργα — ξασπρουλιάρης — πετραδάκι — γωνιογνώμων — δερματολογικός — αταβιστικός — αποσιγάζω — πάτρων — ενδοκυττάρωση — ιστοθετώ — αναφορείον — τσούρμο — λιποταξία — επιφάτνιος — πόλκα — μεταγράφω — βουλκανισμένος |
|||