|
1) грамотный; 2) образованный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грамотный? — εγγράμματος как на (ново)греческом будет слово образованный? — εγγράμματος как с (ново)греческого переводится слово εγγράμματος? — грамотный, образованный — ηθικοθρησκευτικός — ιπποπόταμος — μεταξύ — αντιπαράθεση — πεζοναυτικό — μολυσματικός — δολομιτικός — ξεμπερδεμός — πυργωτός — καταχωρίζω — ντοματάκι — κατσαρίδα — ψαρεύομαι — ελεφαντόδετος — λαθροχέρης — αναιμάκτως — αναγερμένος — ζουριασμένος — καφτός — απορφανεύω — ενοικιαστήριος |
|||