Новогреческий словарь
εγγράμματος
εγγράμματ|ος
1)
грамотный
;
2)
образованный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
грамотный
? —
εγγράμματος
как на
(ново)греческом
будет слово
образованный
? —
εγγράμματος
как с
(ново)греческого
переводится слово
εγγράμματος
? — грамотный, образованный
#
(ново)греческий словарь
—
καταφέρνω
—
αποσκεπαστός
—
ψευδομονάδα
—
διάσχιση
—
άθαφτος
—
απόνετος
—
κακουργία
—
ξεβιδωμένος
—
εξεταστήριο
—
άπαξ
—
καλησπέρισμα
—
σεισμολόγιο
—
διακριτικός
—
ψαίνομαι
—
πετούμενο
—
κασταννά
—
ξένοιαστος
—
πυορροϊκός
—
εντεραλγία
—
αλέτρι
—
περίδρομος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,