|
η метрология #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово метрология? — μετρολογία как с (ново)греческого переводится слово μετρολογία? — метрология — γόνυ — ομόψυχα — υπαμοιβή — κυματομορφή — ασύστολα — αρχινοσοκόμος — εδάφιο — αναρρίπτω — ιστιοδρομικός — Σωτήριος — περιπλεμονία — αμελάνιαστος — άφταιστος — τελείωση — ακριβοθώρητος — δοξασία — βελονίδα — σεχταριστικός — κολόβωση — περίγυρα — κρεπάρω |
|||