|
οι мн.ч. малайцы, жители Малайзии #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово малайцы? — Μαλαϊοι как на (ново)греческом будет слово жители Малайзии? — Μαλαϊοι как с (ново)греческого переводится слово Μαλαϊοι? — малайцы, жители Малайзии — φιλοτεχνικός — πενταετία — ντοκουμεντάρω — καμάκισμα — ναρκοθετώ — γέρατιά — ανοιχτοπράσινος — τανυώ — βυζορρώγι — ξαναζωντάνεμα — πτωματικός — αδιαλόγιστος — μεταγράφω — νεοκαντιανισμός — γραμματιστής — δισεγγόνα — κυρίως — αναδεκτός — ανωριμότητα — κάτοικας — γιαράς |
|||