|
ο клоп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клоп? — κορέος как с (ново)греческого переводится слово κορέος? — клоп — αντασφάλεια — διέβρωσα — γρανάζι — υποφρούραρχος — ανακηρύττω — επαναπατρίζω — μού — σιγίλλιο — παχύνω — κρυσταλλώσιμος — πάστρευμα — ομαδικός — αρακόσουπα — κελαρυστός — ξαντικός — μπρατσόλι — χορδιστής — αποζυμώνω — αναπόδεικτος — γυφτόπουλο — αμερικάνικος |
|||