|
το ящик (выдвижной); ~ τού γραφείου — ящик письменного стола #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ящик? — συρτάρι как с (ново)греческого переводится слово συρτάρι? — ящик — αντιπολιτευόμενος — δωροδότης — αναγουλιάρικος — αναμπαίζω — ρόφημα — απεραντοσύνη — μακαράς — αρκουδάνθρωπος — απαραμόρφωτος — μεγεθυντικό — γερμάνιο — στοχασιά — δήμευση — επινεφρίδιο — νεφρόλιθος — γομώνω — αστρέχα — βουτσάς — σωριάζομαι — ενοίκησις — βοθύβιος |
|||