|
ο гренадёр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гренадёр? — γρεναδιέρος как с (ново)греческого переводится слово γρεναδιέρος? — гренадёр — προεδρία — πλοιοκτήτρια — μοσχόβους — γρικάω — οξεικός — κατραμάς — ζωογόνος — αγγρκρώνω — φιόρντ — βαβούλι — κατακαημένος — αποικοιμισμένος — κρουαζιέρα — αχάραχτος — σιγουριά — οπισθάγκωνα — πιεζομετρία — πριονιστός — υπεριώδης — ρουμπινής — ανασκολοπισμός |
|||