|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σουρτούκω? — — μπαίγνιο — ξέθαμός — βαρκάρισμα — παραθαλάσσιος — βουλή — γνωμοδότηση — απορρέω — βιλαέτι — αντίκρια — λαγκαδιά — φυλλορροώ — τανύν — σιδηροπωλειο — φυγομαχώ — καλύβα — τσιρλιάρικος — κειρία — πίστη — ωραιοπαθής — τριώροφος — σπειρώ |
|||