φωτοστέφαν|ος

формы словаβ
φωτοστέφαν|ος
ο прям., перен. ореол;
          ~ τής δόξης — ореол славы



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово ореол? — φωτοστέφανος
как с (ново)греческого переводится слово φωτοστέφανος? — ореол


τραγουδιστικάτριτάξιοςαρχικάαστέφανοςκεραστήςηγουμένηυπερτρίχωσηξεκίνημαβουλευτήριοπρογονολατρείααναψυχώνωδερματολογίαπαρενέπεσακαφεπότηςδιπλέλικοςγνωμικόσπερμολόγοςανδράποδοσυνθλώξεκούραστοςαργοκινώ




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit