|
ο прям., перен. ореол; ~ τής δόξης — ореол славы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ореол? — φωτοστέφανος как с (ново)греческого переводится слово φωτοστέφανος? — ореол — τραγουδιστικά — τριτάξιος — αρχικά — αστέφανος — κεραστής — ηγουμένη — υπερτρίχωση — ξεκίνημα — βουλευτήριο — προγονολατρεία — αναψυχώνω — δερματολογία — παρενέπεσα — καφεπότης — διπλέλικος — γνωμικό — σπερμολόγος — ανδράποδο — συνθλώ — ξεκούραστος — αργοκινώ |
|||