|
το брокколи (один из сортов капусты) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово брокколи? — μπρόκκολο как с (ново)греческого переводится слово μπρόκκολο? — брокколи — πλουτολογικός — βαμβακοπαρογωγικός — τονώνω — αυτοκαταγγελία — εκατονταπλάσιος — ανεκμυστήρευτος — λούρος — μόνιασμα — δωδεκαρίτες — σταμνάδικο — αγωνιστής — αμετάτρεπτος — αροτρίωση — ακορνίζωτος — Μαυροβούνιο — λούνω — στερεοχημεία — ενδοτικότητα — ανακαίω — εναντιόμορφος — υπέροχος |
|||