|
1. легковерный; 2. (о) ротозей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легковерный? — μωροπίστευτος как на (ново)греческом будет слово ротозей? — μωροπίστευτος как с (ново)греческого переводится слово μωροπίστευτος? — легковерный, ротозей — γραμμίζω — ψευδομάρτυρας — πυρήνα — γκαντέμης — βαδιστής — ενισχυτικός — καρδιοτοκογράφημα — επιθετικός — βουκιά — νικητήριος — ίδρυμα — στενωπή — λακκίσκος — ανάρρωση — ξενιτευμός — καβγάς — μαραγκοσύνη — αφάνταχτος — νεοζωϊσμός — διαβεβαίωση — μυθομανής |
|||