|
гарантировать; ручаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гарантировать? — εγγυώμαι как на (ново)греческом будет слово ручаться? — εγγυώμαι как с (ново)греческого переводится слово εγγυώμαι? — гарантировать, ручаться — Αιθίοψ — αδικοθανατίζω — ασκαριδίαση — παιδοφιλία — ρηγματάκι — γαργαλεύω — κουτσαμάρα — συντομογραφικώς — γαϊτανοφρυδούσα — απερήφανος — βλασφημητικός — σιμώνω — ανταλλαγή — αργορολογία — χολοκυστεκτομία — ασσαλος — ακαρπία — εμποροναύτης — υποκλύζω — επανείπον — χτικιάζω |
|||