Новогреческий словарь
πρωτυτερινός
πρωτυτερινός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πρωτυτερινός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αποκοτιαίνω
—
άφαντος
—
σφυγμώδης
—
Μακαριότατος
—
αναφλέγομαι
—
ευχρηστία
—
τυράννισμα
—
αρθρώνω
—
μίνυο
—
σαντάλι
—
διαδοκίς
—
μεταφράζω
—
εκδούλευση
—
ξεθεώνω
—
κυνορεξία
—
μεντούρι
—
σκοτεινός
—
υπόχρεος
—
εραλδική
—
εμποτίζω
—
κούρδισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве