|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σταθεροποιητικός? — — παιδοχειρουργική — ωογενής — καλαμποκάλευρο — Μακεδόνας — αηδών — τοξικολογικός — βαμβακοπυρίτις — επιμελητήριο — λαιμόκοψη — ξεχωρίζω — φαρδαίνω — αυροσάλευτος — στερεοτύπης — φαιδρυντικός — αντεπιστέλλον — σωματικός — πεφταστέρι — εδεμικός — αμφίκοιλος — αδικογεράνω — ορκοδοσία |
|||