|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαυρισμένος? — — ώρα — ιερότητα — βαργεστίζω — λείπομαι — απόπνοια — λυγαριά — ανεπαίσχυντα — ανακτορικός — επιφορτισμένος — αχθοφορία — εκκάθιση — διπλοψήφιση — φιλοκαλώ — ακτήμονας — άχρωμος — στόλαρχος — γαλβανοστεγία — αξυπνησιά — μπλουγούρας — παρασκευάζω — πατροπαράδοτος |
|||