|
чужой, чуждый; ~α έθιμα — чужие обычаи #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чужой? — οθνείος как на (ново)греческом будет слово чуждый? — οθνείος как с (ново)греческого переводится слово οθνείος? — чужой, чуждый — ευτράπελος — συνδιάλεξη — αγανάκτηση — αδιάσπαστα — γαλλοπούλα — κωφώ — φυσομανάω — στρυχνίνη — μοιχός — ασπρούλης — καταδρομέας — εξάμερο — βδέλλα — ανευόδωτος — λόχιος — άνετος — ξεκάνω — ισχιαλγία — διαφθείρω — υπερθεμάτιση — κομίστρια |
|||