|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οροδότηση? — — απαρχή — απρόοπτα — πεντάγλωσσος — υπερχαίρω — πέψη — τρελούτσικος — ξεντέρισμα — πύρ — βατοκόπι — γλοιώδης — καθομολογώ — διαστροφή — κατσαρόλα — σπονδυλωτός — καβαλικευτά — ευκίνητος — οργός — άσυρτος — πετούμενο — μεσσηνέζα — μεθυστής |
|||