|
το мед. свищ, фистула #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свищ? — συρίγγιο как на (ново)греческом будет слово фистула? — συρίγγιο как с (ново)греческого переводится слово συρίγγιο? — свищ, фистула — συγκρότημα — βαφτώ — κιλοβάττ — πορνογραφία — αρχαία — άβρετος — απομονωτήρας — ζατσίντο — παπυρολόγος — αλισοκόφινο — συβαριτικός — στάξιμο — χολερίνη — ζεστά — γελασίναι — ευκαταμάχητος — νοικοκυρεμένα — τσάπα — φαντασία — κρινολίνο — υπερκαυκάσιος |
|||