Новогреческий словарь
γκαλειουρίζω
γκαλειουρίζω
щуриться, прищуриваться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
щуриться
? —
γκαλειουρίζω
как на
(ново)греческом
будет слово
прищуриваться
? —
γκαλειουρίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
γκαλειουρίζω
? — щуриться, прищуриваться
#
(ново)греческий словарь
—
ατσαλαπάτητος
—
κλεισιάς
—
αξιόμεμπτος
—
ξεθάψιμο
—
ισογώνιος
—
παρακκλήσι
—
ευλαβούμαι
—
κερασιά
—
ησκιάζω
—
πρωτεύων
—
ξεκολλημένος
—
τεχαδνογνωσία
—
ἀνάστημα
—
ζουρνάς
—
επιφαινόμενον
—
ασμίλευτος
—
ακαταχώριστος
—
αποκωδικοποιούμαι
—
εφκιέμαι
—
διάστιχο
—
τυραννικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,