|
щуриться, прищуриваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щуриться? — γκαλειουρίζω как на (ново)греческом будет слово прищуриваться? — γκαλειουρίζω как с (ново)греческого переводится слово γκαλειουρίζω? — щуриться, прищуриваться — πλεονεξία — απολογούμαι — παλιάνθρωπος — κολοκοτρωνέϊκος — μαντατεύτρα — ποντικός — καμάκισμα — αρρενομίκτης — παιδίσκη — αφερματίζω — στειμμένος — αμέλημα — ακορδέλλιοστος — επτατομικός — βούλιθο — καταγραφικός — αγκωνάρι — αμμίτης — αστασία — κορνιζώνω — θραύω |
|||