Новогреческий словарь
αφίπταμαι
αφίπταμαι
(αόρ. απέπτην)
улетать
;
===
πάσα ελπίς απέπτη — потеряна всякая надежда
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
улетать
? —
αφίπταμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αφίπταμαι
? — улетать
#
(ново)греческий словарь
—
εύληπτος
—
μπόμπιρας
—
κοπαδιαστά
—
συνοδία
—
σερνικοβότανο
—
μετονομασία
—
αποσυνδέω
—
πυελίτιδα
—
εξάλειψη
—
αλάβαστρος
—
αδιαβροχοποιώ
—
ψυχοκόρη
—
ρεντιγκότα
—
μελισσόκηπος
—
λασκάρισμα
—
μονόσημος
—
κοκκινιά
—
ανυποτίμητος
—
δελίνι
—
αγριοστάφυλο
—
γιαταγάνι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве