|
1) двустворчатый; ~η πόρτα — двустворчатая дверь; 2) двухлистный (о растениях) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двустворчатый? — δίφυλλος как на (ново)греческом будет слово двухлистный? — δίφυλλος как с (ново)греческого переводится слово δίφυλλος? — двустворчатый, двухлистный — μοναρχώ — αλλοτριογομία — επιπλοποιία — ναύλο — ενοχλώ — δολοφονία — εκπορήνιση — κρεατόπιττα — μισοντυμένος — ανακλαστικός — στουφλέκα — πατσατζίδικο — κόμπιασμα — Ρωμαίος — εγκλιμάτιση — προσφεύγω — πρόοψη — ακαλαίσθητα — επιλήψιμο — συλλαβόγραμμα — ευάριθμος |
|||