|
мед. гемоскопический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гемоскопический? — αιμοσκοπικός как с (ново)греческого переводится слово αιμοσκοπικός? — гемоскопический — στερεότυπος — εκχυδαΐζομαι — αναδεκτή — μεταποιήσιμος — ημίκλιντος — διασκόπησις — τσιχλογέρακας — αργυροΰφαντος — ψυχογιός — μουγκρητό — αντιικός — διακόνισσα — βάδην — ολίγο — ομίλημα — δεκάρι — αφόνευτος — ξεσυνέριση — ψυχραντικός — γραμμίστρια — λούνικ |
|||