|
(-εως) η воен. окружение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово окружение? — περίσχεση как с (ново)греческого переводится слово περίσχεση? — окружение — ασυνόδευτος — κατεστραμμένος — ντομπροσύνη — στοματού — επαλήθευση — βούκουλης — κούτρημα — ξετσίπωτος — υδροδείκτης — εξύφανση — αποσέλλωμα — εισπνεόμενος — αλιζαρίνη — καταπονημένος — αντιλοιδωρώ — χαραμοφάγα — διαπρέπων — χωμάς — διατήρηση — μυαλό — αναβάτης |
|||