|
гнуть, сгибать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гнуть? — διακάμπτω как на (ново)греческом будет слово сгибать? — διακάμπτω как с (ново)греческого переводится слово διακάμπτω? — гнуть, сгибать — εύπεπτος — γειτνιάζω — γαλατιάζω — πορνοταινία — κρύσταλλος — προσκαλεσμένος — απραγματοποίητον — κοιλάς — ηράμην — έκχωση — δυσαπόκτητος — χνωτίζω — διαφράττω — φιλοψευδής — υπνολάλος — καριοφίλι — σφίγγομαι — παραβολικός — παντογνώστης — ριγέ — τράνταγμα |
|||