|
η 1) цедилка; 2) перен. злюка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цедилка? — τσαντίλα как на (ново)греческом будет слово злюка? — τσαντίλα как с (ново)греческого переводится слово τσαντίλα? — цедилка, злюка — παραμικρό — μυγοχάφτης — τσαντίλα — κελλί — δεκαμερία — γεφυροποιία — μοναχιάζω — βύζαγμα — προσοικενώνω — κατευθυντήριος — αλίχνιστα — εργατικότητα — τριγωνομετρικός — θήρα — αγαπίζω — μπατακτσής — χαρτοδένω — τρίτο — τυφογέροντας — ατζαμοσύνη — επαναληπτικός |
|||