|
λετσαρία #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово λετσαρία? — χαλικωτός как с (ново)греческого переводится слово χαλικωτός? — λετσαρία — αντεγγύηση — ακόλουθα — εθελοντικότητο — πολυκατάστημα — ξυλάς — αιμορροφιλία — άτοπο — ζωγράφημα — εισδύω — βλεφαρικός — φρικαλεότητα — συμμορίτισσα — φετιχολάτρης — φρενάρισμα — ασυνδύαστος — χάραξη — εντόπιος — αρλουμπιτζής — βακτηριδιακός — μελιτοεξαγωγεύς — οργυιά |
|||