|
ο летний отдых; κέντρα ~ού — курорт, курортные места #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово летний отдых? — παραθερισμός как с (ново)греческого переводится слово παραθερισμός? — летний отдых — Τουρκά — προάσπιση — βρογχοσκοπία — ωτορινολαρυγγολόγος — αντιγράφομαι — ανεμολόγι — πολυετής — αδίσταχτος — φροκαλίζω — μετασεισμικός — απώγων — πανηγυρτζής — ογκόμετρο — κορνέττα — εκπολιορκώ — δούλεψη — γογγυτό — λυσσομανία — κατάπρυμα — ζούπισμα — τιμωρία |
|||