|
τα датский язык #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово датский язык? — δανικά как с (ново)греческого переводится слово δανικά? — датский язык — δοξάζομαι — συνετμήθην — χρεμέτισμα — εντομοθήρας — αεροζυγιάζομαι — ισόγειος — βουτυρέμπορος — οχλοβοή — περιώμιο — συνταξιδιώτης — ξεσπίτωμα — σοναλλαγματικός — παραγκωνισμός — ανάθεμα — αποσπεριάτικος — λεπτοσανίδα — μοδιστράκι — γελοιογράφηση — βλογάω — σμυριδόπανο — ομοφυλοφιλία |
|||