|
первая часть сложных слов, означ. часто #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово часто? — συχνο- как с (ново)греческого переводится слово συχνο-? — часто — αμυγδαλών — προστριβή — υπόγυιος — αντιποδικός — έπαθλο — αποικοιμισμένος — ζωικός — πλατυτέρα — νεωλκείον — κορνιζάρισμα — εξαπλώνομαι — θήρευμα — τιμονιέρης — ακαταπτόητος — κακογλωσσιά — χαψί — κεφαλιάτικο — ιντερμέδιο — καθιερωμένα — απόκτηση — νέθω |
|||