|
линовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово линовать? — γραμμώνω как с (ново)греческого переводится слово γραμμώνω? — линовать — ανεπίδοτος — ώριμος — φωτοαναγνώριση — ταμπού — τηλεγραφητής — αποδυναμωτικός — κρίση — μπαγδαντί — λιόκριση — προαποστολή — αδρομάλλης — κατάμεστης — τσαρλατανισμός — τριήμερος — γουργούρι — αρμονικός — τρομακτικός — τουρβάς — τσακπίνης — Εσθονή — σάμβυξ |
|||